κεφαλαιουχικός

κεφαλαιουχικός
η , ό[ν] капитализированный;

κεφαλαιουχικός εξοπλισμός — промышленное оборудование


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κεφαλαιουχικός" в других словарях:

  • κεφαλαιουχικός — ή, ό 1. κεφαλαιικός 2. φρ. «κεφαλαιουχικά αγαθά» τα οικονομικά αγαθά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών, καταναλωτικών είτε κεφαλαιουχικών, και που διακρίνονται σε πάγια ή διαρκή, όπως είναι ο κτηριακός και μηχανολογικός… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιικός — ή, ό [κεφάλαιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλαιο, κεφαλαιουχικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»